- καλλίναος
- καλλίναος, -ον (Α)αυτός που ρέει ωραία, ο καλλίρροος («τοῦ καλλινάου τ' ἄπο Κηφισοῡ ῥοάς», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -ναος (< νάω «ρέω»), πρβλ. αέ-ναος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλίναος — beautifully flowing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίναον — καλλίναος beautifully flowing masc/fem acc sg καλλίναος beautifully flowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιναωτάτη — καλλίναος beautifully flowing fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλινάοιο — καλλίναος beautifully flowing masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλινάου — καλλίναος beautifully flowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CEPHISUS vel CEPHISSUS — CEPHISUS, vel CEPHISSUS fluv. Boeotiae, qui in Trinemiis nascens, et praeter Larymnam in Atticum agrum influens, tandem in Phalericum sinum se exonerat. Strabo, l. 9. Lucan. l. 3. v. 175. Boeoti coiêre duces, quos impiger ambit, Fatidica… … Hofmann J. Lexicon universale
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek